- αλκαδιένια
- Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια.
* * *ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ.ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alcadiene(s) < alcali (πρβλ. άλκαλι) + ένθημα di- (< ελληνικό δι- «διπλός») + κατάλ. -ene (πρβλ. -ένιο)].
Dictionary of Greek. 2013.